Page 7 - Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου
P. 7
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ | 159
ου της και φορούσε κάτασπρο φόρεµα και γαλάζια
κορδέλα στα µαλλιά. «Τι ωραίο κοριτσάκι», λέγανε
γύρω οι άλλες µαµάδες. Κι η δική του µαµά καµά-
ρωνε. Καµάρωνε κι αυτός ο ίδιος. Κι ήτανε όλα τότε
λαµπερά και καθαρά. Μα τώρα… τώρα είναι κατοχή.
Λευτεριά δεν έχει και είναι ΦΡΙΚΗ και σκοτεινά κι
αυτός χάθηκε και η γυναίκα τρώει σκουπίδια…
Αγριόπαπιες δεν πετούνε να τον πάρουν κι όποιος
είχε περιστέρια τα ’σφαξε και τα ’φαγε… Πώς να
γυρίσει σπίτι; Ποιος είναι ο δρόµος; Μπροστά απλώ-
νεται η πλατεία της Οµόνοιας. Σε µια γωνιά της
µαυρίζει ένας όγκος που αργοκουνιέται. Θαρρείς και
είναι θάµνοι φυτρωµένοι πυκνά ο ένας κοντά στον
άλλο. Πριν από τον πόλεµο, τους πήγαινε ο κύριος
Λουκάτος, όλη την τάξη, να φυτέψουν πευκάκια.
Ποιος σκέφτηκε τώρα να φυτέψει θάµνους, µέσα
στην πλατεία, πάνω στις πλάκες του πεζοδροµίου;
Σαν πλησίασε προς τα κει, οι θάµνοι ανασάλεψαν
και τότε η πολιτεία έγινε ακόµα πιο αλλόκοτη και
φρικιαστική. Τώρα το ανθρωπάκι που δεν είναι από
παραµύθι τρέµει ολόκληρο. Δεν είναι θάµνοι αυτοί
που αλαφροκουνιούνται στο αέρι της νύχτας. Είναι
παιδιά… Πάνω στην τεράστια σχάρα που από κάτω
περνάει ο ηλεκτρικός σιδηρόδροµος κάθονται κάτι
παράξενα παιδιά, µε γέρικα πρόσωπα, µε ρούχα
κουρέλια. Κάτω από τη σχάρα βγαίνει ένας ζεστός