Page 11 - Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου
P. 11
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ | 163
και παντού, λέει ο Πέτρος µε τόσο πάθος στη φωνή,
που γύρισαν όλοι και τον κοίταξαν.
— Ψέµατα! Πού το ’µαθες, λαχτάρισε ο παππούς.
— Τ’ άκουσα, έκανε τώρα πιο µαζεµένα ο Πέτρος.
— Μακάρι, αναστέναξε η µαµά κι ακούµπησε τις
παλάµες της πάνω στο τραπέζι.
Τώρα τα δάχτυλά της ήτανε ολοκόκκινα από τις
χιονίστρες σαν µια πληγή.
Εκείνο το βράδυ τον Πέτρο δεν τον έπαιρνε ο
ύπνος. Θα ’θελε να τα διηγιότανε όλα στην Αντιγόνη!
Για τον Αχιλλέα, τη Δροσούλα, τ’ αγάλµατα, τους
µπογιατισµένους τοίχους, την αλλόκοτη πολιτεία µε
τα ψόφια παιδιά. Άκουγε τη ρυθµική της ανάσα, µα
το ήξερε πως δεν είχε κοιµηθεί. Γιατί η Αντιγόνη δεν
κοιµότανε ποτέ αµέσως µόλις έπεφτε στο κρεβάτι
της. Ακουµπούσε το κεφάλι της στο µαξιλάρι, που
το στήριζε λίγο πιο ψηλά πάνω στα κάγκελα του
κρεβατιού, και, µε κλειστά τα µάτια, ονειρευότανε
χωρίς να την έχει πάρει ο ύπνος. Μια φορά που τη
ρώτησε τι συλλογιέται, του απάντησε: ένα λιβάδι µε
παπαρούνες. Τότε ο Πέτρος γέλασε από µέσα του
και το βρήκε πολύ ανόητο, µα τώρα του αρέσει. Κι
έτσι, νιώθει σαν µια σιγουριά που η Αντιγόνη δεν
κοιµάται πριν από κείνον. Από το κάτω πάτωµα
ακούγονταν το πιάνο, το γέλιο της Λέλας και η φω-
νή του Γιαούρτερ: