Page 9 - Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου
P. 9
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ | 161
λιαστό όµικρον µε πράσινη µπογιά. «Πράσινο είναι
το χρώµα σαν τα φύλλα της συκιάς – πράσινη είναι
κι η ελπίδα µες στα φύλλα της καρδιάς».
Ο Πέτρος δεν το κατάλαβε πότε το ’βαλε ξαφνικά
στα πόδια και πώς βρήκε τον δρόµο για το σπίτι.
ΣΠΙΤΙ! Παράξενη, όµορφη λέξη. ΠΑΩ ΣΠΙΤΙ! Δεν
υπάρχει τίποτα πιο καλό από το να µπορείς να λες:
ΠΑΩ ΣΠΙΤΙ, ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ Η ΜΑΜΑ. Κι ας µην
είναι σαν πριν από τον πόλεµο κι ας κλέβει ο παπ-
πούς το ψωµί κι ας τριγυρνάει µε θολό βλέµµα,
έτοιµος να σφάξει τον Θόδωρο.
Το φοβισµένο ανθρωπάκι χάθηκε. Καπούτ. Το κα-
τάπιε η φριχτή πολιτεία. Τώρα ο Πέτρος τρέχει στα
δροµάκια που τον φέρνουνε ΣΠΙΤΙ. Έφτασε λαχα-
νιασµένος, άνοιξε την ξώπορτα, τρύπωσε γρήγορα
µέσα στον διάδροµο, έγειρε την πόρτα κι ακούµπη-
σε απάνω της να ξελαχανιάσει. Από το διαµέρισµα
της κυρίας Λεβέντη ακουγότανε πιάνο κι η φωνή
της Λέλας που τραγουδούσε. Στην αρχή µόνη της κι
ύστερα µαζί µε τον Γιαούρτερ. Του µάθαινε ένα τρα-
γούδι ελληνικό, που το έλεγε εκείνος µε βροντερή
φωνή και µια βαριά σιχαµένη προφορά:
Τα ντικά σου τα µάτια
µ’ έκουνε κάνει, παιντί µου, τρελό.