Page 10 - Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου
P. 10
162 | AΛKH ZEH
Η Λέλα ξεκαρδιζόταν στα γέλια και τον διόρθωνε.
— Βρόµα, µουρµούρισε ο Πέτρος µέσ’ από τα
σφιγµένα του δόντια.
Ανέβηκε τη σκάλα τρεχάτος και χώθηκε γρήγορα
στο σπίτι. Φοβάται µήπως συναντήσει τον Σωτήρη
και τον ρωτήσει εκείνος πού ήτανε. Τους δικούς του
τους βρήκε όλους µαζεµένους στην τραπεζαρία. Δεν
τον ρώτησε κανείς γιατί άργησε. Ήθελε να χωθεί
στην αγκαλιά της µαµάς κι ας µύριζε πριονίδι. Σκό-
νταψε πάνω σε µια καρέκλα και τότε γύρισαν όλοι
και τον κοίταξαν.
— Σσσσσς…, του έκανε νευριασµένος ο πατέρας.
Τότε ο Πέτρος πρόσεξε πως ήτανε όλοι µαζεµένοι
κολλητά στο ραδιόφωνο. Ακούγανε Λονδίνο. Ο Πέ-
τρος πήγε κοντά, µα η εκποµπή τέλειωνε κι έτσι
άκουσε µονάχα µια τελευταία φράση… «Αγαπηµένα
µας αδέλφια, ξέροµε ότι πεινάτε, εµείς εδώ έχοµε να
τρώµε, µα σας συλλογιόµαστε καθηµερινώς…»
— Ναααα, µούντζωσε ο παππούς µε τα δυο του
χέρια το ραδιόφωνο. Την τυλώνουν καλά καλά οι
κύριοι Εγγλέζοι κι ύστερα µας συλλογιούνται…, ευ-
χαριστούµε, καλοσύνη σας.
Κι έκανε ο παππούς µια µεγάλη υπόκλιση στο
ραδιόφωνο, λες και ήτανε στη σκηνή πλάι στη Με-
γάλη Αντιγόνη και χαιρετούσε το κοινό.
— Να δείτε που θα γίνουν συσσίτια… στα σχολεία