Page 8 - Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου
P. 8
160 | AΛKH ZEH
αέρας, µα και µια µπόχα που λιγώνει. Κάποιο παιδί
είδε το ανθρωπάκι και τράβηξε τα πόδια του, σαν
να ήθελε να του κάνει τόπο, κι έδωσε µια µε τον
αγκώνα του στο διπλανό παιδί να πάει παραπέρα.
Το διπλανό παιδί έπεσε µονοκόµµατο στο πλάι έτσι
όπως ήτανε καθισµένο, λες και ήτανε κανένα σκιά-
χτρο που το γκρέµισε ο αέρας!
— Ψόφησε, έκανε το παιδί που το είχε σπρώξει
µε µια ξεκουρντισµένη φωνή. Καπούτ! µάζεψε τα
πόδια του όσο που έγινε ένα τόσο δα κουβαράκι.
Λένε πως τα ορφανά από τους βοµβαρδισµούς τα
’χουνε στοιβαγµένα κάτω στον ηλεκτρικό κι απάνω
στις σχάρες ακόµα!!! το ’λεγαν οι γυναίκες στην ουρά
για το ψωµί.
Ο Πέτρος νευριάζει να τις ακούει να λένε όλη
ώρα, όλη ώρα τροµαχτικά πράγµατα. Δεν τον ένοια-
ζε που έστελνε η µαµά πάντα εκείνον και ποτέ την
Αντιγόνη, δεν τον ένοιαζε που στεκότανε τόση ώρα
µέσα στην παγωνιά, µα δεν µπορούσε να τις ακούει
να λένε τα ίδια τροµαχτικά πράγµατα και πού και
πού να τον κοιτάζουνε που είναι έτσι αδύνατος και
να κουνάνε θλιµµένα το κεφάλι.
Λες σε λίγο να µη µείνει τίποτα κι από αυτόν; Να
γίνει ένα ψόφιο παιδί; Καπούτ, που λέει και το
αγόρι που περιµένει τη σειρά του να ψοφήσει; Κά-
που όµως σ’ έναν τοίχο είναι γραµµένο ένα τρεµου-