Page 2 - Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου
P. 2

[απόσπασμα]

        yΗ φριχτή πολιτεία

    ΜΌΛΙΣ ΈΜΕΙΝΕ ΜΌΝΟΣ ΤΟΥ, ο Πέτρος κατάλαβε
    ξαφνικά πως δεν ήτανε και τόσο σίγουρος πως ξέρει
    τον δρόµο. Τα γαλάζια λαµπιόνια της συσκότισης
    πάνω στους στύλους φέγγουνε µονάχα για να µην
    κουτουλήσεις. Οι δρόµοι όµως µένουνε το ίδιο σκο-
    τεινοί και άγνωροι. Ο Πέτρος δε θέλει να φοβάται.
    ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ. Κι ας χτυπάει η καρδιά, ντουκ ντουκ,
    σαν τα άρβυλα του Ιταλού στο πεζοδρόµιο. Θα ’ναι
    γιατί περπατούσε γρήγορα και λαχάνιασε. Τα χέρια
    του είναι ξυλιασµένα και τα χώνει κάτω από το
    πουλόβερ του. Το ίδιο και τα γόνατά του. Κάθε τόσο
    βγάζει ένα χέρι και τρίβει µια το ένα γόνατο, µια το
    άλλο. Όχι, δε φοβάται. Τι να φοβηθεί; Ποιος θα πει-
    ράξει ένα κακόµοιρο αγόρι που έχασε τον δρόµο…
    Στην ουρά που στεκότανε για το ψωµί, λέγανε κάτι
    γυναίκες πως ένας Γερµανός έσπασε το χέρι ενός
    αγοριού, γιατί είχε κλέψει ένα καρβέλι. Το ’πιασε
    έτσι µε τα δυο του χέρια, σαν να ’τανε σανίδι, το

154 |
   1   2   3   4   5   6   7