"Η μεγάλη χίμαιρα" είναι ένα λεπτομερές ψυχογράφημα.
Ο συγγραφέας καταπιάνεται με ένα γυναικείο χαρακτήρα και τον αναλύει συστηματικά. Η ιστορία της Μαρίνας, μιας νεαρής Γαλλίδας που ερωτεύεται, παντρεύεται και ακολουθεί τον άνδρα της στη Σύρα, στο πατρικό του σπίτι της Επισκοπής. Εκεί ζει, κάτω από τον βαρύ, αποδοκιμαστικό ίσκιο της πεθεράς της. Καθώς η Μαρίνα συνδέει την τύχη της με τα βαπόρια του άνδρα της, κάθε ψυχική της αναταραχή έχει περίεργες συνέπειες πάνω στη ζωή τους. Όταν έρχεται η οικονομική καταστροφή που είναι συνδεδεμένη με την ψυχική φθορά της ηρωίδας, τότε όλα μπαίνουν στο φαύλο κύκλο του έρωτα και του θανάτου.
Από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα τ’ αγιάζι σιγοπνέει μέσα στην κάμαρα, φτάνει αδύναμο ως το κρεβάτι και δροσίζει τ΄ ολόγυμνο κορμί της. Ανακουφίστηκε, την έπιασε κάτι σαν αποκάρωμα∙ κι αποκοιμήθηκε. Μα δεν ήταν ύπνος αυτός. Ήταν μια κακή νάρκη, ένα λάφιασμα. Κάθε τόσο τα όνειρα την ανατάραζαν, τη στριφογύριζαν στο κρεβάτι με μοχθηρία, ώσπου το κορμί της κουράστηκε να παλεύει με τους ίσκιους. Απόμεινε μπρουμυτισμένη. Ο νυχτερινός αγέρας γίνηκε χίλια χέρια, μύρια πονηρά δάχτυλα που τη χάιδευαν στο ριζάφτι, στο μάκρος της ραχοκοκαλιάς, με περίτεχνα παιχνιδίσματα, να χαλαρώσουν το σφίξιμο των μερών της. Αυτό της άρεσε. Χαμογέλασε, μες στον ύπνο της∙ και χάθηκε σ’ ένα γκρεμό, σ’ ένα πέσιμο απέραντο, ιλιγγιακό. Στο βάθος του γκρεμού ήταν ένας άντρας. Δεν τον είδε∙ δεν πρόφτασε να τον δει. Ώσπου να γυρίσει, αυτός είχε κιόλας έρθει από πίσω της∙ την άρπαξε στα δυνατά της χέρια, κόλλησε το κορμί του στο κορμί της και την έσφιξε τόσο, που η ανάσα της κόπηκε σε λόξυγκα ηδονής.
Είδε κι άλλα όνειρα, πολλά, ανακατωμένα και παράλογα. Μόλις τα ’βλεπε, αμέσως τα ξεχνούσε. Περνούσαν, το ’να πίσω απ’ τ’ άλλο, σαν μια ανόητη κι ανιαρή κινηματογραφική ταινία, που δεν εντυπώνει την παραμικρή εικόνα στη μνήμη. Μα κάθε τόσο ο άντρας του γκρεμού ξαναγύριζε. Πεταγόταν αναπάντεχα, τη στιγμή που ούτε υποψιαζόταν την παρουσία του. Ερχόταν πάντοτε από πίσω της, μουλωχτός και θεληματικός, για να την αγκαλιάσει με δύναμη κυρίαρχη και να τη ρίξει σ’ ηδονική εξουθένωση. Αυτό γίνηκε πολλές φορές, αμέτρητες, κι ολοένα μέσα στον ακαθόριστο συρφετό των ονειρικών εικόνων. Ήρθε όμως η στιγμή που όλος αυτός ο μπερδεμένος όγκος των ονείρων άρχισε να παίρνει μορφή πιο συγκεκριμένη.