Page 50 - ALL_pagenumber
P. 50
Οι μέρες περνούσαν, οι μήνες έφυγαν. Στην Πολωνία,
πλέον, η Ναντίν και η οικογένειά της, και τίποτα,
κανένα νέο από τον πατέρα της. Η Σία και η Ρίτα
έλεγαν πια δε ζει, ενώ η Σάρα ήταν αισιόδοξη και η
Ναντίν πίστευε ότι ζει και θα γυρίσει να τις πάρει και
πάλι πίσω. Πέρασαν έξι μήνες και κανένα νέο από τον
πατέρα. Η μητέρα τους, Μαριάμ, αρρώστησε από την
αγωνία και τη θλίψη.
Ο πόλεμος τελείωσε, κάποτε, και αυτοί που χάθηκαν
είναι πάρα πολλοί, Τα κορίτσια ελπίζουν ακόμη ότι ο πατέρας τους είναι
ζωντανός και σύντομα θα έχουν νέα του. Πέρασαν μέρες και κανένα νέο. Η
μητέρα τους έφυγε από τη ζωή με τον καημό να μάθει τι απέγινε ο άντρας της.
Ένα βράδυ του χειμώνα, χτυπά η πόρτα. Η φίλη τους, Κατερίνα, με μάτια
βουρκωμένα, τούς λέει τα τελευταία νέα, ότι ο πατέρας τους βρέθηκε σε έναν
ομαδικό τάφο, στη Μαριούπολη. Η Σία και η Ρίτα κλαίνε με λυγμούς, ενώ η
Σάρα, πιο ψύχραιμη, προσπαθεί να τις παρηγορήσει. Η Ναντίν,
συντετριμμένη πηγαίνει στο μπάνιο, θυμάται τα λόγια του πατέρα της και
μονολογεί «Τώρα όμως, ποιος πονάει πιο πολύ;».
Φωνάζει κλαίγοντας «Μου
υποσχέθηκες πώς θα γυρίσεις!
Δεν έκανες τίποτα, δεν αξίζει να
είσαι πατέρας μου, δε θέλω έναν
πατέρα που να μην τηρεί τις
υποσχέσεις του!». Μόλις
ηρέμησε, όμως, της ήρθε στο
μυαλό η εικόνα του, και
μετάνιωσε για αυτά που είπε. Οι
αδερφές της την άκουσαν και
έτρεξαν να την ηρεμήσουν.
Πέρασαν δυο χρόνια. Η κάθε μία
πήρε τον δρόμο της. Η Ναντίν αποφάσισε να γυρίσει στα πάτρια εδάφη.
Βλέπει ξανά το Κίεβο να έχει αλλάξει αρκετά από την τελευταία φορά που το
είδε, με εμφανή τα σημάδια του πολέμου, αντικρίζει και τον ομαδικό τάφο στη
Μαριούπολη, όπου μαζί με άλλα είκοσι δύο άτομα είναι θαμμένος και ο
πατέρας της.
Οι πληγές της είναι ανοιχτές. Αποφάσισε, όμως, να ξεκινήσει από την αρχή
μια νέα ζωή και να συνεχίσει με θάρρος και δύναμη να ζει στο Κίεβο, όπως
άλλωστε θα ήθελε και ο αγαπημένος πατέρας της. Όσο μακριά και να
φύγουμε, εκεί πάντα επιστρέφουμε, εκεί που ανήκουμε, εκεί, στα πάτρια
εδάφη. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και δεν ξέχασε ποτέ.
Διήγημα από την Χριστίνα Αρδαλά, Α1
48